- ἀρρίζωτος
- ἀρρίζωτος [ῑ], ον,A not rooted, Arist.HA548a5, Thphr.CP3.7.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
ἀρριζώτου — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρριζώτων — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίζωτοι — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)